Στις 9 Οκτωβρίου του 1967 ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα πέφτει νεκρός στη Βολιβία…
Ο επαναστάτης που έγινε παγκόσμιο σύμβολο, είχε εγκατασταθεί στην ορεινή περιοχή Νιανκαουασού όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα.
Στις 8 Οκτώβρη του 1967, ξημερώματα, οι 16 κομπανιέρος του και ο Τσε βαδίζουν, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, προς το φαράγγι του Γιούρο. Προχωρούν πολύ κοντά η μια ομάδα με τις άλλες αλλά δεν το γνωρίζουν. Το άγριο ανάγλυφο του βουνού, εμποδίζει την μεταξύ τους οπτική επαφή. Τα χαράματα, ένας χωρικός που τους βλέπει να περνούν κοντά από το χωράφι του, ειδοποιεί το στρατό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δέχονταν προδοσία από τους εξαθλιωμένους χωριάτες. Πολλές εκατοντάδες πάνοπλων στρατιωτών συγκεντρώνονται με μιας και η μάχη ξεκινά. Οι ομάδες αποκόπτονται. Δεν υπάρχει καμία επαφή μεταξύ τους.
Ο κομαντάντε, συνοδευόμενος από δύο άντρες, τον Κούμπα και τον Τσανγκ, έχει τραυματιστεί από σφαίρα στο δεξί του πόδι που αιμορραγεί. Παράλληλα το κορμί του συγκλονίζεται από μια ακόμα κρίση άσθματος. Ο Κούμπα τον σηκώνει στους δυνατούς τους ώμους. Βρίσκονται περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες. Αρνείται να τον εγκαταλείψει. Τα όπλα είναι στραμμένα επάνω τους. Ο Κούμπα ουρλιάζει: «Να πάρει ο διάολος! Αυτός είναι ο κομαντάντε Γκεβάρα και θα τον σεβαστείτε!».
Οι στρατιώτες τους αιχμαλωτίζουν. Αργότερα οδηγούνται στο σχολείο της κοντινής κωμόπολης Λα Ιγκέρα… Στη σκηνή παίζεται η τελευταία πράξη του έργου της ζωής του.Αυτός, το αγρίμι της βολιβιανής ζούγκλας, αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού! Λίγες ώρες πριν, κατά τη διάρκεια της μάχης, μια εχθρική σφαίρα έχει χτυπήσει το όπλο του και το αχρηστεύει. Είναι άοπλος, τραυματισμένος και άρρωστος. Και γίνεται το θήραμα των Βολιβιανών αρχών και των Αμερικανών καθοδηγητών τους.
Καιρό πριν, στην Αβάνα, ο Φιντέλ εξαντλούσε τα επιχειρήματά του να τον πείσει για την ακαταλληλότητα της χρονικής συγκυρίας της αποστολής του Τσε στη Βολιβία: «Ήταν ανυπόμονος. Αλλά αυτό που ήθελε να κάνει ήταν δύσκολο. Τότε, με βάση τη δική μας πείρα, λέω στον Τσε ότι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες. Του είπαμε ότι χρειαζόταν χρόνος, να μην είναι ανυπόμονος.
Θέλαμε άλλα στελέχη, λιγότερο γνωστά, να κάνουν τα αρχικά βήματα, δημιουργώντας τις καλύτερες συνθήκες γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Ήξερε τι είναι η αντάρτικη ζωή, ήξερε ότι χρειάζεται κανείς σωματική αντοχή, μια ορισμένη ηλικία, και, παρ’ όλο που ξεπερνούσε τους περιορισμούς και είχε ατσάλινη θέληση, ήξερε ότι αν περίμενε κι άλλο δεν θα ήταν σε καλύτερη σωματική κατάσταση.
Ο Τσε ήταν επιπλέον άνθρωπος που όταν έστελνε κάποιον σε μια επιχείρηση και σημειωνόταν κάποια τραγωδία, αυτό τον επηρέαζε πολύ. Τον πονούσε καθημερινά κάθε φορά που θυμόταν τους συντρόφους που πέθαναν. Ο Τσε σκεφτόταν το σχέδιό του, φυσικά έχοντας την πλήρη έγκρισή μας, ήμασταν απόλυτα σύμφωνοι. Όταν τον Τσε τον πιάνει η ανυπομονησία και φτάνει η στιγμή όπου θέλει να φύγει, του λέω: «Δεν είναι έτοιμες οι συνθήκες».
Δεν ήθελα να πάει στη Βολιβία να οργανώσει μια μικρή ομαδούλα, αλλά να περιμένει να οργανωθεί η δύναμη. Είχαμε ζήσει στην περίπτωσή μας όλη την εποποιία της αρχικής φάσης. Έλεγα: «ο Τσε είναι στρατηγικός ηγέτης, πρέπει να πάει στη Βολιβία όταν πια θα έχει αναπτυχθεί μια δύναμη».
Αυτός ήταν ανυπόμονος, αλλά εκεί οι συνθήκες δεν ήταν έτοιμες».
Στο σχολείο της Λα Ιγκέρα, περιχαρείς οι αξιωματικοί του στρατού φωτογραφίζουν το «θήραμά» τους, τον αιχμάλωτο Τσε. Έπρεπε να υπάρχουν αποδείξεις πως ο κομαντάντε δεν σκοτώθηκε στη μάχη. Πως πιάστηκε ζωντανός. Με τα χέρια δεμένα εμπρός, με τη χαίτη των μαλλιών του να την κουνά το δροσερό αεράκι, τον περιφέρουν σαν ένα κοινό ληστή. Η εξουσία εμφανίζει τον αντάρτη επαναστάτη σαν κατηγορούμενο για ένα κοινό έγκλημα, σαν ένα εγκληματία. Θέλει τον εξευτελίσει.
Όλοι οι σύντροφοι του Τσε σκοτώθηκαν. Όλοι, εκτός από έξι. Ο Μπενίνιο, ο Ελ Νιάτο, ο Ελ Ίντι, ο Ουρμπάνο, ο Νταρίο, και ο Πόμπο, ανησυχούν για τον κομαντάντε τους. Δεν ήθελαν να πιστέψουν πως συνελήφθη, και προσπαθούσαν να μάθουν αν είναι ακόμη ζωντανός.
Η επιβεβαίωση που ψάχνουν οι έξι εναπομείναντες ζωντανοί κομπανιέρος δεν θα ρθει ποτέ. Λίγο πριν, ανάμεσα στους τοίχους του σχολείου της Λα Ιγκέρα, οι δύο σύντροφοι του Τσε, ο Κούμπα και ο Τσανγκ, εκτελούνται. Ο Τσε καθιστός στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, ακούει τους πυροβολισμούς των εκτελεστών. Ξέρει πως σε λίγο θα ρθει και η σειρά του. Σαν έτοιμος από καιρό, περιμένει.
Έξω η ηγεσία των αρχών αναζητεί εθελοντές για την τελευταία σκηνή.
Ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν προθυμοποιείται και παίρνει το δρόμο για το σχολείο. Όμως ίσως από δέος προς το πρόσωπο του δεσμώτη Τσε, ίσως από φόβο μπρος στον ρου της Ιστορίας, νιώθει τα χέρια του να τρέμουν. Στέκεται αντίκρυ στον κομαντάντε και τον κοιτάζει τρομαγμένος. «Ρίξε δειλέ, σκότωσε έναν άνθρωπο», τον παρακινεί ο Τσε.
Ο νεαρός υπαξιωματικός κάνει ένα βήμα πιο πίσω, κλείνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια και ρίχνει στο κορμί του επαναστάτη. Λίγο μετά μια δεύτερη βολή, «επιβεβαίωσης» αυτή, από άλλο αξιωματικό. Το ημερολόγιο δείχνει 9 Οκτώβρη 1967. Η αυλαία πέφτει…
Πηγή: e-oikodomos.blogspot.gr
Επιμέλεια: Αντώνης Ρηγόπουλος
To 1998-99 έμενα στον “Αρίωνα”, στον Μόν Ρεπό, στην Κέρκυρα, που λειτουργούσε τότε σαν φοιτητική εστία, στο δωμάτιο 512. Δεν μπορούσαμε με τίποτα να βρούμε σπίτι και έτσι ο “Αρίωνας” ήταν η μόνη λύση… Από το παράθυρό μου, έβλεπα το διάδρομο του αεροδρομίου και το δωμάτιο ενός φοιτητή του τμήματος ιστορίας. Είχε στον τοίχο μια σημαία του Τσε Γκεβάρα. Δεν θυμάμαι γιατί αποφάσισα να τον ρωτήσω από πού την αγόρασω. Τότε μπορεί και να μην ήξερα ακριβώς ποιος ήταν ο Τσε Γκεβάρα ή να είχα ακούσει κάτι αόριστο… “Είναι ένα μαγαζί δίπλα στο τμήμα ιστορίας”, μου απάντησε αδιάφορα. Πήγα λοιπόν και πήρα μία ακόμα καλύτερη, αυτή με τα άλογα!
Στο ίδιο δωμάτιο, το Φεβρουάριο του 1999 έμελλε να ζήσω και μια στιγμή ενός άλλου σύγχρονου επαναστάτη, του Οτσαλάν. Ήταν νύχτα και είχα αϋπνίες εκείνο τον καιρό. Κοιτούσα προς το παράθυρο και είδα ένα αεροπλάνο και μερικούς κυρίους με μαύρα παλτό, ο ένας ήταν πιο παχύς. Τότε δεν είχα καταλάβει ότι ήταν ο Οτσαλάν και οι συνοδεία του, λίγο πριν τελειώσει το θρίλερ…